- πείρος
- ο деревянная пробка, затычка (бочки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πεῖρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρος — ο βλ. πίρος … Dictionary of Greek
Πεῖρε — Πεῖρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεῖρον — Πεῖρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείροιο — Πεῖρος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείροις — Πεῖρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείρους — Πεῖρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείρων — Πεῖρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείρῳ — Πεῖρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… … Dictionary of Greek
Peiros — The first version of this article has been based in the text of of the Greek Wikipedia published under GFDL. Infobox River river name=Peiros or Piros Πείρος origin=Achaia prefecture basin country=Greece length=approximately 20 km mouth… … Wikipedia